- χονδρώδης
- -ες / χονδρώδης, -ῶδες, ΝΑ [χόνδρος]αυτός που μοιάζει με χόνδρο ως προς τη φύση ή τη σύσταση («χονδρώδης χιτὼν ὀφθαλμοῡ», Πολυδ.)νεοελλ.φρ. «χονδρώδης ιστός»(ιστολ.) μορφή συνδετικού ιστού που εμφανίζει σύσταση και όψη χόνδρουαρχ.αυτός που μοιάζει με χόνδρους, με κόκκους, ή αυτός που αποτελείται από χόνδρους («ἄλευρα χονδρώδη», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.